ὑποχονδριακά — ὑποχονδριακός of the neut nom/voc/acc pl ὑποχονδριακά̱ , ὑποχονδριακός of the fem nom/voc/acc dual ὑποχονδριακά̱ , ὑποχονδριακός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχονδριακόν — ὑποχονδριακός of the masc acc sg ὑποχονδριακός of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχονδριακοῖς — ὑποχονδριακός of the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχονδριακοῦ — ὑποχονδριακός of the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχονδριακούς — ὑποχονδριακός of the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχονδριακή — ὑποχονδριακός of the fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχονδριακῷ — ὑποχονδριακός of the masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
hipocondríaco — ► adjetivo 1 SIQUIATRÍA De la hipocondría: ■ presenta una actitud irracional hipocondríaca. SINÓNIMO hipocóndrico ► adjetivo/ sustantivo 2 SIQUIATRÍA Que padece hipocondría. * * * hipocondriaco, a o hipocondríaco, a 1 adj. De [la] hipocondría. 2… … Enciclopedia Universal
αεροφοβία — η Ιατρ. παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα τού αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero (< αήρ, έρος) + phobia (< φοβία < φόβος)] … Dictionary of Greek
αποκόντριος — α, ο υποχόνδριος, υποχονδριακός … Dictionary of Greek